Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοῦ ποδός

См. также в других словарях:

  • Τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. — τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. См. Пятки показать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πόδος — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας …   Dictionary of Greek

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • υποβάκχειος — ὁ, Α (μετρ.) 1. ονομασία τού μετρικού ποδός ∪ 2. ονομασία τού ποδός ∪∪ . [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βακχεῖος] …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ίντσα — Μονάδα μέτρησης ίση προς το 1/36 της γιάρδας. Μία ί. ισούται με 2,54 εκ. * * * η αγγλική μονάδα μετρήσεως μήκους, το 1/12 τού ποδός, ο αγγλικός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού αγγλ. όρου inch < αρχ. αγγλ. ince < λατ. uncia «το εν… …   Dictionary of Greek

  • κτην — κτήν, ηνός, ὁ (Α) 1. άλλος τ. τού κτεις* 2. φρ. «ὁ κτὴν τοῡ ποδός» ο ταρσός, επειδή μοιάζει με χτένι …   Dictionary of Greek

  • пятки показать — (иноск.) бежать, дать тягу Ср. Вот она нам теперь пятки показала!.. Вот и гоняйся за ней по большим дорогам... Достоевский. Село Степанчиково. 2, 1. Ср. Fersengeld geben (die Fersen zeigen) удирать. Ср. Murner. Schelmenzunft. 7, 23. Wer seinen… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Пятки показать — (иноск.) бѣжать, дать тягу. Ср. Вотъ она намъ теперь пятки показала!... Вотъ и гоняйся за ней по большимъ дорогамъ... Достоевскій. Село Степанчиково. 2, 1. Ср. Fersengeld geben (die Fersen zeigen) удирать. Ср. Marner. Schelmenzunft. 7, 23. Wer… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • плесна — ПЛЕСН|А (10), Ы с. Стопа, ступня: того пѹти братиѥ дрьжимъсѧ. на томь пригвоздимъ плеснѣ и стопы. ЖФП XII, 39в; видѣша всi ѿ ч(с)тьною ногѹ ѥго ѿ обою плеснѹ. два источника мюра бл҃говоньна исходѧща. ПрЛ 1282, 121г; рожны ражьжены провьртѣша… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»